- κἀνοιμώξομαι
- ἀνοιμώξομαι , ἀνοιμώζωwail aloudaor subj mid 1st sg (epic)ἀνοιμώξομαι , ἀνοιμώζωwail aloudfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.